Μ. Βορίδης: Η κυβέρνηση ξεπερνά τους στόχους που η ίδια θέτει, σύμφωνα με την S&P

Ο πόλεμος στην Εγγύς Ανατολή, η αναβάθμιση από την Standard & Poor’s και η πολιτική επικαιρότητα ήταν τα θέματα που ετέθησαν σε διαδοχικές συνεντεύξεις του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι» και το ραδιοφωνικό σταθμό “Real FM”.

Ξεκινώντας από την απόφαση της Standard & Poor’s να δώσει την επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά ομόλογα, ο υπουργός Επικρατείας παρατήρησε ότι «ένας ακόμη οίκος αξιολόγησης, μάλιστα ένας από τους μεγάλους όπως είναι η Standard & Poor’s, βελτιώνει το επενδυτικό προφίλ και μας δίνει την επενδυτική βαθμίδα […] Το γεγονός ότι έρχονται επενδυτικοί οίκοι, τους οποίους ακούν οι δικοί τους επενδυτές και μας δίνουν επενδυτική βαθμίδα, βελτιώνει σημαντικά τις δυνατότητες της χώρας να προσελκύσει επενδύσεις».

Και, στο «δια ταύτα», «αυτή η χώρα μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου δεν ήταν επενδύσιμη για αυτόν ο οποίος ρωτούσε τους οίκους αυτούς […] Αυτό αλλάζει τώρα, είναι σημαντικό για τις επενδύσεις, σημαντικό για την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, σημαντικό για την εξοικονόμηση ποσών.

Συν τοις άλλοις, «αυτή η κυβέρνηση – και αυτή είναι μια παρατήρηση της Standard & Poor’s – έχει διατηρήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Τι σημαίνει αυτό; Ναι, μεν κάνουμε τις κοινωνικές μεταβιβάσεις που κάνουμε, δίνουμε τις αυξήσεις και τα επιδόματα που δίνουμε, αλλά διατηρούμε όλους τους στόχους για τα δημοσιονομικά μας πλεονάσματα. Η έκθεση λέει ότι η κυβέρνηση καταφέρνει και ξεπερνά τους στόχους που η ίδια θέτει».

Παραλλήλως, ο υπουργός Επικρατείας επικαλέσθηκε και κάτι ακόμη από όσα είπε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης. Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση που γίνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την επαναφορά των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, η κυβέρνηση σημειώνει ότι «εμείς ούτως ή άλλως το στηρίζουμε αυτό αλλά και δεν μας αφορά υπό την έννοια ότι εμείς το έχουμε ήδη κάνει, το κάνουμε μόνοι μας […] Αυτό το αναγνωρίζει η Standard & Poor’s, αλλά λέει και κάτι ακόμη. Ότι η χώρα μας έχει μια κυβέρνηση, την οποίαν επέλεξαν οι Έλληνες πολίτες πρόσφατα, με μακρύ πολιτικό ορίζοντα χωρίς να έχει κλυδωνισμούς, αστάθειες ή οποιαδήποτε δυσκολία. Η κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα σε συνδυασμό με την αφοσίωση της κυβέρνησης στην εξασφάλιση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αυτές τις ευμενείς αξιολογήσεις», συμπέρανε.

Και, με άλλα λόγια, συνέχισε, η κυβέρνηση δεν φτιάχνει ελλείμματα, δεν διακινδυνεύει ξανά την πτώχευση της χώρας -και όλα αυτά ενώ μπαίνει στην εξίσωση ο παράγων Ισραήλ. Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση εξασφαλίζει πλεονάσματα και ταυτόχρονα μειώνει τους φορολογικούς συντελεστές, συνδυασμός που επιτυγχάνεται χάρη στη μεγέθυνση της οικονομίας, κατέληξε ο Μ. Βορίδης.

«Εκτός τόπου και χρόνου ο ΣΥΡΙΖΑ»

Κληθείς να σχολιάσει την τοποθέτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Στέφανου Κασσελάκη για την αναβάθμιση από την Standard & Poor’s, έκανε λόγο για «ξεκάθαρη και προφανή» αμηχανία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και, όπως ανέφερε σε άλλο σημείο της συνέντευξης, στο ΣΥΡΙΖΑ «μιλάνε για τη φτωχοποίηση της χώρας και των Ελλήνων, είναι εκτός τόπου και χρόνου». Αντιθέτως, προσέθεσε, «έχουμε αυξήσει τον αριθμό των εργαζομένων στην Υγεία, όπως και τις δαπάνες στην Υγεία. Μετά από πάρα πολλά χρόνια έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις εκπαιδευτικών». Πέραν αυτών, «υπάρχει ξεκάθαρη αύξηση εισοδήματος το τελευταίο χρονικό διάστημα. Έγινε την προηγούμενη τετραετία χάρη στις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τώρα, στο δημόσιο τομέα βλέπουν αυξήσεις μετά από 14 χρόνια».

Εξ άλλου, ένα από τα «σημαντικότερα πράγματα» που κάνει το υπουργείο Εσωτερικών, η Νίκη Κεραμέως, μαζί με τον Κωστή Χατζηδάκη στο υπουργείο Οικονομικών δεν είναι μόνο οι οριζόντιες αυξήσεις, είναι και οι αυξήσεις στα επιδόματα των θέσεων ευθύνης. «Είναι εισοδηματικό αλλά πρωτίστως είναι διαρθρωτικό μέτρο», ανέφερε ακόμη. Και αυτό, γιατί, όπως εξήγησε, «η μισθολογική διαφοροποίηση θα δημιουργήσει ισχυρό ανταγωνισμό μεταξύ των στελεχών του Δημοσίου […] αυτό οδηγεί σε καλύτερη ποιότητα των διοικητικών μας στελεχών».

Για τις εξελίξεις στο κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, ο Μ. Βορίδης είπε πως είναι «προφανές ότι, αυτό το οποίο έχει συμβεί με το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, συνέβη με οξύτερο τρόπο στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε περιφερειάρχες και δεν μπόρεσε να έχει περιφερειάρχη στο δεύτερο γύρο. Δεν κατάφεραν να τερματίσουν δεύτεροι στις αυτοδιοικητικές, σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ήταν ούτε τρίτοι, κατέληξαν τέταρτοι. Αλλού το ΠΑΣΟΚ, αλλού το ΚΚΕ».

Και, «επειδή ορισμένοι πίστευαν ότι η εκλογή νέου αρχηγού πρόκειται να φέρει κάποιο νέο αέρα, είναι ξεκάθαρο ότι όχι απλώς δεν έρχεται νέος αέρας, αλλά επιτείνει την κρίση στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Επανέλαβε δε την άποψή του ότι έχει «στρατηγικά χαρακτηριστικά η ήττα της Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι οι βασικές ιδέες και απόψεις τους απορρίπτονται ως τέτοιες. Δεν έχει σημασία αν τις λέει ο Τσίπρας, ο Τσακαλώτος ή ο Κασσελάκης», είπε και έφερε τα παραδείγματα της οικονομίας, του μεταναστευτικού, της εγκληματικότητας, των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και τις τελευταίες εξελίξεις, με το Ισραήλ. «Δείτε τις επιφυλάξεις και τους αστερίσκους στο εσωτερικό τους. Αυτό δεν λύνεται με την αλλαγή αρχηγού, το ερώτημα είναι αν θα αλλάξουν αυτές οι θέσεις».

Αλλάζοντας θέμα, στα της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Ήπειρο, ως σημαντικότερο αξιολόγησε την περαιτέρω επένδυση αξίας 85 εκατ. ευρώ στην Ηγουμενίτσα. «Δεν είναι μόνο τα 85 εκατ. ευρώ που μπαίνουν στο κρατικό ταμείο, είναι το ενδιαφέρον μιας εταιρείας να αναλάβει την αύξηση της δραστηριότητας ενός σημαντικού λιμανιού της χώρας», επεσήμανε.

Η κυβερνητική ισορροπία

Σε μια γενικότερη τοποθέτησή του για το κυβερνών κόμμα, τόνισε ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης και αυτή η κυβέρνηση έχουν καταφέρει μια ισορροπία: από τη μια μεριά προωθούνται με ταχύ και συνεπή ρυθμό όλες οι μεταρρυθμίσεις, από την άλλη δεν εγκαταλείπονται πολιτικές που βρίσκονται στο σκληρό πυρήνα της Δεξιάς. Δηλαδή οι πολιτικές ασφάλειας, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, η περιοριστική μεταναστευτική πολιτική». Και, σε άλλο σημείο, «παρ’ ότι ακούγαμε ότι η Νέα Δημοκρατία θα δεχθεί πολύ μεγάλη πίεση από τα δεξιά της στις αυτοδιοικητικές εκλογές αυτό δεν εκφράσθηκε». Και, οι «αντάρτες», Νεοδημοκράτες είναι, δήλωσε χαρακτηριστικά.

Πάντως, ο υπουργός Επικρατείας επεσήμανε και δύο διαφορές μεταξύ πρώτης και δεύτερης τετραετίας. Τώρα, «δεν υπάρχει επιείκεια ούτε πίστωση χρόνου», αναγνώρισε. Επιπλέον, την πρώτη τετραετία υπήρχε, εξ άλλου, το φόβητρο της επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα, όμως, υπάρχει το «πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας εσείς». Στο «δια ταύτα», «η κρίση των πολιτών είναι πολύ αυστηρή, το καταλαβαίνουμε και το νιώθουμε αυτό».

Οι θέσεις του Κ. Μητσοτάκη στη Σύνοδο του Καΐρου

Κλείνοντας με την πολεμική κρίση στην Εγγύς Ανατολή και τη σημερινή «Σύνοδο Κορυφής του Καΐρου για την Ειρήνη», υπογράμμισε πως στην πολυμερή αυτή διάσκεψη, «η Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσωπείται από τον κ. Μισέλ […] Δεν συμμετέχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, έχουν κληθεί συγκεκριμένες χώρες, μεταξύ αυτών και η δική μας. Εκεί ο πρωθυπουργός θα παρουσιάσει τη θέση της Ελλάδας για την περιοχή», θέση η οποία συνίσταται στα εξής σημεία: «Απόλυτη καταδίκη της οργάνωσης Χαμάς για τις τρομοκρατικές ενέργειες – απόλυτη αναγνώριση του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοάμυνα». Τέλος, «θα επαναλάβει, αυτονόητα, ότι η μάχη για την τρομοκρατία δεν μπορεί παρά να λαμβάνει πρόνοια και μέριμνα για την προστασία των αμάχων. Ναι, θα δοθεί η μάχη για την τρομοκρατία, αλλά δεν μπορεί να είναι ισοπεδωτική. Θα πρέπει να επιλέγει στόχους».

Κλείνοντας την αναφορά του στο θέμα, αναφέρθηκε και στον κίνδυνο «διαχύσεως των τρομοκρατικών ενεργειών, είδατε στις Βρυξέλλες, είδατε στη Γαλλία». Για τη χώρα μας ειδικότερα, «εδώ έχουμε αυξήσει το επίπεδο της επαγρύπνησης και της επιτήρησης, συνεδρίασε το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, οι υπηρεσίες πληροφοριών συνεργάζονται […] η επαγρύπνηση είναι αυξημένη προκειμένου να έχουμε πάντα το μέγιστο δυνατό επίπεδο ασφάλειας», διαβεβαίωσε. Ενώ, πέραν αυτού του κινδύνου, ανέδειξε, επίσης, το ενδεχόμενο αύξησης των μεταναστευτικών ροών, τέλος τις τυχόν οικονομικές επιπτώσεις. Για το τελευταίο «δεν φαίνεται να δημιουργείται κάποιο ιδιαίτερο ζήτημα, προς το παρόν τουλάχιστον». Για τις δε μεταναστευτικές ροές, «φαίνεται να είναι κάπως αυξημένες, αλλά όχι σε σημείο να δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα διαχείρισής τους».