«Η ανταλλαγή κρατουμένων ανοίγει πιθανότατα τον δρόμο για περισσότερη διπλωματία», επισημαίνουν διεθνείς αναλυτές, με αφορμή την πρόσφατη συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ιράν.
Το αεροσκάφος που μετέφερε πέντε Αμερικανούς οι οποίοι απελευθερώθηκαν από το Ιράν προσγειώθηκε σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με το CNN. Μία ημέρα πριν, είχε ξεκινήσει η επιχείρηση ανταλλαγής τους –με συγχρονισμό σχεδόν χορογραφικό–, με πέντε Ιρανούς οι οποίοι κρατούνταν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Την ίδια ώρα, ιρανικά κεφάλαια ύψους 6 δισ. δολ. «ξεπάγωναν», στο πλαίσιο σπάνιας συμφωνίας ανάμεσα σε δύο «παραδοσιακούς» εχθρούς.
Η ανταλλαγή ήταν το αποτέλεσμα πολύμηνων συνομιλιών με τη μεσολάβηση του Κατάρ. Τα ιρανικά κεφάλαια, τα οποία ήταν μπλοκαρισμένα στη Νότια Κορέα, μεταφέρθηκαν, μέσω Ελβετίας, σε τράπεζες της Ντόχα.
Αφότου επιβεβαιώθηκε η μεταφορά των κεφαλαίων, οι πέντε Αμερικανοί κρατούμενοι και δύο συγγενείς τους επιβιβάστηκαν σε αεροσκάφος του Κατάρ και αποχώρησαν από την Τεχεράνη.
Την ίδια στιγμή, δύο από τους πέντε Ιρανούς κρατουμένους προσγειώνονταν στην Ντόχα παίρνοντας τον δρόμο για την επιστροφή στην πατρίδα τους. Οι άλλοι τρεις επέλεξαν να μη μεταβούν στο Ιράν.
Το αεροσκάφος που μετέφερε τους Αμερικανούς στις Ηνωμένες Πολιτείες απογειώθηκε από την Ντόχα τη Δευτέρα.
Στους απελευθερωμένους Αμερικανούς περιλαμβάνονται ο Σιαμάκ Ναμάζι, 51 ετών, και ο Εμάντ Σαρκί, 59 ετών, αμφότεροι επιχειρηματίες και πολίτες με διπλή υπηκοότητα – ΗΠΑ και Ιράν, καθώς και ο Μοράντ Ταχμπάζ, 67 ετών, περιβαλλοντολόγος που έχει και βρετανική υπηκοότητα. Τα ονόματα των άλλων δύο Αμερικανών πολιτών που ανταλλάχθηκαν δεν έχουν ανακοινωθεί δημόσια.
«Εχθροί» εδώ και 40 χρόνια
Η συμφωνία αίρει ένα από τα σημεία τριβής στις ταραχώδεις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες χαρακτηρίζουν την Τεχεράνη «χορηγό της τρομοκρατίας», με το Ιράν – το οποίο αποκαλεί την Ουάσιγκτον «μεγάλο σατανά».
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φέρει τους δύο «αντιπάλους», οι οποίοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση εδώ και 40 χρόνια, πιο κοντά σε άλλα ζητήματα, από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την υποστήριξή του σε περιφερειακές πολιτοφυλακές μέχρι τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στον Κόλπο και τις αμερικανικές κυρώσεις.
«Ανθρωπιστική δράση»
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν καλωσόρισε τους κρατουμένους που επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ταυτόχρονα όμως, η κυβέρνησή του ανακοίνωσε νέες κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης.
«Θα συνεχίσουμε να επιβάλλουμε κυρώσεις στο Ιράν για τις προκλητικές ενέργειές του στην περιοχή», δήλωσε τη Δευτέρα.
Ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραϊσί, ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για την ετήσια Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, έκανε λόγο για «ανθρωπιστική δράση».
«Σίγουρα μπορεί να αποτελέσει βήμα με βάση το οποίο στο μέλλον μπορούν να αναληφθούν και άλλες ανθρωπιστικές δράσεις», είπε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στη συμφωνία ανταλλαγής.
Η διπλωματία Τραμπ
Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν είναι ιδιαίτερα τεταμένες από το 2018, όταν ο τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να αποσυρθεί από τη συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών φιλοδοξιών της Τεχεράνης και αυστηροποίησε τις αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος της.
Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αποσκοπεί στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, κατηγορία που το Ιράν αρνείται.
Πυρηνική διπλωματία
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν άφησε ανοιχτό το «παράθυρο» για την ανάπτυξη πυρηνικής διπλωματίας, αλλά άφησε επίσης να εννοηθεί ότι, μέχρι στιγμής, δεν επίκεινται συγκεκριμένες ενέργειες σε αυτή την κατεύθυνση.
Διεθνείς αναλυτές εξέφρασαν επιφυλακτικότητα για τις προοπτικές προόδου, τη στιγμή που άλλοι έκαναν λόγο για διπλωματική «στροφή» της Δύσης. «Ο Τζο Μπάιντεν παίρνει ρίσκα με την ανταλλαγή κρατουμένων», ανέφερε ανάλυση του Guardian, με την επισήμανση ταυτόχρονα, πως «οι ΗΠΑ “δοκιμάζουν τα νερά” με την Τεχεράνη για το πυρηνικό της πρόγραμμα».
«Η ανταλλαγή κρατουμένων ανοίγει πιθανότατα τον δρόμο για περισσότερη διπλωματία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα αυτό το φθινόπωρο, αν και οι προοπτικές για την επίτευξη συμφωνίας μοιάζουν πολύ μακρινές», ανέφερε από την πλευρά του ο Χένρι Ρομ, αναλυτής του Ινστιτούτου Πολιτικής της Ουάσιγκτον για την Εγγύς Ανατολή.
Με πληροφορίες από Reuters, CNN, Guardian